προσενόησεν

προσενόησεν
προσνοέω
observe
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσνοώ — έω, Α 1. παρατηρώ κάτι ακόμη, κάνω μια επί πλέον παρατήρηση 2. αντιλαμβάνομαι κάποιον («καὶ προσενόησεν αὐτὸν ἐρχόμενον», ΠΔ) 3. έχω συγκεντρωμένη την προσοχή μου σε κάτι, αναμένω κάτι («ἔπειτα δὲ μένοντας ἐν ταῑς τάξεσι τὸ παραγγελλόμενον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”